καθρεφτίζω — καθρεφτίζω, καθρέφτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθρεφτίζω — και καθρεπτίζω [καθρέφτης] 1. (για λείες επιφάνειες) ανακλώ εικόνα, κατοπτρίζω 2. παριστάνω κάτι τόσο πιστά, ώστε κατά κάποιο τρόπο να τό απεικονίζω σαν σε καθρέφτη, περιγράφω παραστατικά 3. απεικονίζω κατάσταση ή ενέργεια («η μορφή καθρεφτίζει… … Dictionary of Greek
καθρέφτισμα — το [καθρεφτίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθρεφτίζω, ο κατοπτρισμός … Dictionary of Greek
ανακατοπτρίζω — 1. καθρεφτίζω εκ νέου 2. εμφανίζω κάτι μετά λόγια μου σαν σε καθρέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κατοπτρίζω] … Dictionary of Greek
εισοπτρίζω — εἰσοπτρίζω (Α) 1. καθρεφτίζω 2. μέσ. ομαι αναπολώ, βλέπω με το μυαλό μου … Dictionary of Greek
καθρεπτίζω — βλ. καθρεφτίζω … Dictionary of Greek
καθρεφτισμός — ο [καθρεφτίζω] το καθρέφτισμα … Dictionary of Greek
καθρεφτιστός — ή, ό [καθρεφτίζω] αυτός που φαίνεται μέσα σε καθρέφτη ή σαν σε καθρέφτη … Dictionary of Greek
κατοπτρίζω — (ΑΜ κατοπτρίζω) [κάτοπτρον] 1. εμφανίζω την εικόνα ενός αντικειμένου σαν σε κάτοπτρο, απεικονίζω πιστά («καταντικρὺ δὲ τοῡ κατοπτρίζοντος αὐτὸ ἀστέρος», Πλούτ.) 2. (το μέσ.) κατοπτρίζομαι κοιτάζω τον εαυτό μου στο κάτοπτρο, καθρεφτίζομαι νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κατρεφτίζω — βλ. καθρεφτίζω … Dictionary of Greek